- ηλεκτροκίνηση
- ηεπίτευξη κίνησης με ηλεκτρισμό: Η ηλεκτροκίνηση του αυτοκινήτου θα περιορίσει τη μόλυνση της ατμόσφαιρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλεκτροκίνηση — η τεχνολ. 1. η χρησιμοποίηση ηλεκτρικής, αντί άλλης μορφής, ενέργειας σε γεωργικές, βιομηχανικές ή οικιακές εφαρμογές 2. ο εξοπλισμός σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής ή δικτύου με τις απαιτούμενες για ηλεκτρική έλξη εγκαταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ίγκνιτρο — Ανορθώτρια λυχνία αερίου που χρησιμοποιείται ως βαλβίδα σε ισχυρές ανορθωτικές συσκευές, στην ηλεκτροκίνηση, σε μονάδες τήξης κ.α. Αποτελείται από μια λεκάνη που περιέχει υδράργυρο (παίζει τον ρόλο της καθόδου και δημιουργεί στον αερόκενο χώρο… … Dictionary of Greek